υπόσταση

υπόσταση
η / ὑπόστασις, -άσεως, ΝΜΑ
1. το να υπάρχει κάτι, ύπαρξη
2. (κυρίως) πραγματική ύπαρξη, πραγματικότητα (α. «τα λόγια του δεν έχουν υπόσταση» β. «φαντασίαν μὲν ἔχειν πλούτου, ὑπόστασιν δὲ μή», Αρτεμίδ.)
3. ουσία, φύση («ἡ τοῡ γεώδους ὑπόστασις», Θεόφρ.)
4. υποστάθμη
5. θεολ. φιλοσοφικός όρος που στη θεολογική γραμματεία χρησιμοποιήθηκε με ποικίλες αναφορές είτε στην ουσία, σχετικά με το τριαδικό δόγμα, είτε στη φύση και στο πρόσωπο, σχετικά με το χριστολογικό δόγμα
6. μτφ. βάση, θεμέλιο, υπόβαθρο
7. φρ. «έχω υπόσταση» ή «ὑπόστασιν ἔχω» — υφίσταμαι, υπάρχω
νεοελλ.
1. ιατρ. η συρροή αίματος στα επικλινή μέρη τού σώματος, ιδίως στις βάσεις τών πνευμόνων
2. βιολ. (κατά τον Μπέιτσον) η υποτέλεια ενός γονιδίου σε σχέση με ένα άλλο γονίδιο που δεν είναι αλληλόμορφο τού πρώτου
3. (φιλοσ.) α) η ουσία θεωρούμενη ως οντολογική πραγματικότητα
β) η φανταστική οντότητα, η αφαίρεση που εσφαλμένα θεωρείται ως μια πραγματικότητα
4. φρ. «στερούμαι υποστάσεως»
i) είμαι ανύπαρκτος, δεν υπάρχω
ii) είμαι ψευδής
νεοελλ.-μσν.
φρ. «υποστάσεις μεγάλες»
(βυζ. μουσ.) τα σαράντα άφωνα σημάδια τού αρχαίου στενογραφικού συστήματος
αρχ.
1. στήριξη, υποστήριξη («ἡ ὑπόστασις τοῡ βάρους», Αριστοτ.)
2. υποστήριγμα
3. σταθερότητα
4. παλινδρόμηση
5. αντίσταση, αντοχή
6. (για χρόνο) διάρκεια («ἡ στιγμιαία τῶν καιρῶν ὑπόστασις», Γαλ.)
7. ενέδρα
8. απόστημα
9. ιδιοκτησία, περιουσία
10. (σχετικά με μίσθωση) προσφορά
11. (για οικοδόμημα και, ιδίως, ναό) βάση, κρηπίδα, θεμέλιο
12. σημείο αναχώρησης, αφετηρία
13. η προέλευση και η σύσταση ενός λαού
14. ο σκοπός μιας ενέργειας·15. η πραγματική ουσία, η φύση ενός πράγματος, η οποία υπάρχει ως βάση και στηρίζει την εξωτερική του μορφή
16. (κατ' επέκτ.) η ουσία ή η υποκείμενη ύλη ενός πράγματος («ὃς ὢν ἀπαύγασμα τῆς δόξης καὶ χαρακτὴρ τῆς ὑποστάσεως αὐτοῡ», ΚΔ)
17. ιδιαίτερο ή χαρακτηριστικό φυσικό ιδίωμα προσώπου ή πράγματος
18. είδος ρητορικού σχήματος
19. αστρολ. η περιοχή όπου παρατηρείται η τύχη κάποιου
20. στρατόπεδο («ἐξῆλθεν ἐξ ὑποστάσεως τῶν ἀλλοφύλων τῶν ἐν τῷ πέραν Μαχμάς», ΠΔ)
21. είδος παχύρρευστου ζωμού
22. μτφ. (για διήγηση, ρητορικό λόγο ή ποίημα) υπόθεση, θέμα, περιεχόμενο
23. στον πληθ. αἱ ὑποστάσεις
α) επίσημα έγγραφα ιδιοκτησίας
β) τα πραγματικά αντικείμενα τών οποίων τα είδωλα φαίνονται σε κάτοπτρο
24. φρ. α) «ὑπόστασις ξύλου» — ξύλινο υποστήριγμα που χρησιμοποιείται κατά την τοποθέτηση εξαρθρωμένου μέλους τού σώματος (Ιπποκρ.)
β) «νέφους ὑποστάσεις» — συσσωρευμένα νέφη (Διόδ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • υπόσταση — η 1. ύπαρξη (βλ. λ.): Από τα πυρηνικά όπλα κινδυνεύει η υπόσταση της ανθρωπότητας. 2. βάση, θεμέλιο, αλήθεια: Οι φήμες αυτές δεν έχουν υπόσταση. 3. υποστάθμη (βλ. λ.). 4. σημαδόφωνο της βυζαντινής μουσικής, σημάδι. 5. (ιατρ.), συρροή αίματος στα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑποστάση — ὑπόστασις standing under fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποστάσῃ — ὑποστά̱σῃ , ὑφίστημι place aor part act fem dat sg (attic epic ionic) ὑποστά̱σῃ , ὑφίστημι place aor subj mid 2nd sg (doric) ὑποστά̱σῃ , ὑφίστημι place aor subj act 3rd sg (doric) ὑποστά̱σῃ , ὑφίστημι place fut ind mid 2nd sg (doric) ὑποστάσηι ,… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Άργη — Υπόσταση, όπως και η Ώπις, της θεάς Άρτεμης. Σύμφωνα με μεταγενέστερη μυθολογική παράδοση, η Ά. και η Ώπις ήταν υπερβόρειες παρθένες που ταξίδεψαν στη Δήλο και λατρεύτηκαν ως θεές. Μάλιστα οι γυναίκες της Δήλου τραγουδούσαν προς τιμήν τους τον… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή …   Dictionary of Greek

  • υποστατικός — ή, ό / ὑποστατικός, ή, όν, ΝΜΑ [ὑφίστημι] νεοελλ. 1. ιατρ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υπόσταση, που οφείλεται στην κάθοδο τού αίματος, υπό την επίδραση τής βαρύτητας, στα χαμηλότερα σημεία τού σώματος, με τη μορφή παθητικής υπεραιμίας… …   Dictionary of Greek

  • υποστασιοποιώ — Ν 1. προσδίδω υπόσταση 2. μέσ. υποστασιοποιούμαι προσλαμβάνω υπόσταση, γίνομαι οντότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπόσταση + ποιώ] …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Βυζάντιο) — Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΤΕΧΝΗ Για τους περισσότερους ανθρώπους το Βυζάντιο αντιπροσωπεύει ένα κράτος που επέζησε για σχεδόν 1.200 χρόνια και συνέβαλε σημαντικά στη διάδοση του χριστιανισμού και στη διαφύλαξη του αρχαίου ελληνικού και ρωμαϊκού πνεύματος. Για… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • αλλοτρίωση — Διαδικασία κατά τη διαδρομή της οποίας εκείνο που ανήκει πρωταρχικά στον άνθρωπο και είναι έργο του γίνεται ξένο και εξωτερικό γι’ αυτόν τον ίδιο και καταλήγει να τον εξουσιάσει και να τον υποδουλώσει. Τον όρο α. εισήγαγε στη φιλοσοφία ο Χέγκελ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”